μαίανδρος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μαίανδρος οι μαίανδροι
      γενική του μαιάνδρου
μαίανδρου
των μαιάνδρων
    αιτιατική τον μαίανδρο τους μαιάνδρους
μαίανδρους
     κλητική μαίανδρε μαίανδροι
Κατηγορία όπως «δάσκαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μαίανδρος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή μαίανδρος < αρχαία ελληνική Μαίανδρος

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈme.an.ðɾos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μαί‐αν‐δρος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

διακοσμητικός μαίανδρος από βότσαλα
μαίανδρος ποταμού

μαίανδρος αρσενικό

  1. γραμμικό διακοσμητικό σχήμα με ορθές γωνίες και ελισσόμενες ευθείες
  2. οι πολύ κλειστές στροφές ενός ποταμού
  3. → και δείτε  Μαίανδρος, ποταμός της αρχαίας Λυδίας

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]