μαγευτικά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
μαγευτικά < μαγευτικός
Επίρρημα[επεξεργασία]
μαγευτικά
- πολύ όμορφα, έχοντας μαγευτεί από την ομορφιά ενός πράγματος
- περάσαμε μαγευτικά στο ταξίδι
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μαγευτικά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
μαγευτικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του μαγευτικό