μαγκαλάκι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | μαγκαλάκι | τα | μαγκαλάκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | μαγκαλάκι | τα | μαγκαλάκια |
κλητική | μαγκαλάκι | μαγκαλάκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μαγκαλάκι < μαγκάλι + υποκοριστικό επίθημα -άκι
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μαγκαλάκι ουδέτερο
- υποκοριστικό του μαγκάλι
- ※ Έξω ο βοριάς σφυρίζει, κι είμαι μοναχός, / με σβηστό το μαγκαλάκι μένω ο φτωχός. / Γύρισε κι άναψε το μαγκαλάκι, / όπως μου τ’ άναβες κάθε βραδάκι. (Από τραγούδι σε στίχους του Γιώργου Φωτίδα και μουσική Απόστολου Χατζηχρήστου)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μαγκαλάκι
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'παιδάκι' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική ενικού (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με υποκοριστικό επίθημα -άκι (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)