μαγκουροφόρος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μαγκουροφόρος οι μαγκουροφόροι
      γενική του μαγκουροφόρου των μαγκουροφόρων
    αιτιατική τον μαγκουροφόρο τους μαγκουροφόρους
     κλητική μαγκουροφόρε μαγκουροφόροι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μαγκουροφόρος < μαγκούρ(α) + -ο- + -φόρος <φέρω

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μαγκουροφόρος αρσενικό

  • όρος που χρησιμοποιήθηκε στις αρχές του περασμένου αιώνα αλλά και στη δεκαετία του 60 για εκείνους που ανήκαν στο παρακράτος και για να τρομοκρατούν κυκλοφορούσαν με όπλο ρόπαλα και μαγκούρες -το 1901 ειχαν γίνει αιτία να ψηφιστεί νόμος που να επιτρέπει τις μαγκούρες μόνον στους άνω των 60 ετών.

Μεταφράσεις[επεξεργασία]