μακιγιάρω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μακιγιάρω < μακιγιάζ + -άρω

Ρήμα[επεξεργασία]

μακιγιάρω

  1. κάνω σε κάποιον μακιγιάζ, τον βάφω στο πρόσωπο, τονίζω με χρώμα τα μάγουλα και τα μάτια
    οι φιλοξενούμενοι της τηλεοπτικής εκπομπής πρώτα πρέπει να κάτσουν για να τους μακιγιάρουν

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]