μακιγιάρω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
μακιγιάρω
- κάνω σε κάποιον μακιγιάζ, τον βάφω στο πρόσωπο, τονίζω με χρώμα τα μάγουλα και τα μάτια
- οι φιλοξενούμενοι της τηλεοπτικής εκπομπής πρώτα πρέπει να κάτσουν για να τους μακιγιάρουν