μακράν

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μακράν < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική μακράν

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /maˈkɾan/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μα‐κράν

Επίρρημα[επεξεργασία]

μακράν

  • (αρχαιοπρεπές, μεταφορικά + γενική, σε συγκρίσεις) μακριά από, πολύ, για να δηλωθεί η μεγάλη διαφορά που χωρίζει κάτι από τα υπόλοιπα με τα οποία συγκρίνεται
    Ο Χ είναι μακράν ο καλύτερος ποδοσφαιριστής στην ομάδα

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]

  • μακράνΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία 1[επεξεργασία]

μακράν < επιρρηματική χρήση αιτιατικής ενικού του μακρά, θηλυκού του μακρός [1]

Επίρρημα[επεξεργασία]

μακράν

  1. μακριά
    μακράν λελειμμένος (έχοντας μείνει πολύ πίσω)
  2. σε μεγάλη χρονική διάρκεια
    μακράν λέγειν (μιλώντας επί πολλή ώρα)

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Ετυμολογία 2[επεξεργασία]

μακράν: κλιτικός τύπος

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

μακράν

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 

Πηγές[επεξεργασία]