μαλάρια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μαλάρια | οι | μαλάριες |
γενική | της | μαλάριας | — | |
αιτιατική | τη | μαλάρια | τις | μαλάριες |
κλητική | μαλάρια | μαλάριες | ||
Κατηγορία όπως «πέστροφα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μαλάρια < (άμεσο δάνειο) ιταλική malaria < (mala + aria = κακός αέρας)
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /maˈla.ɾi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μα‐λά‐ρι‐α
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μαλάρια θηλυκό
- (ιατρική, παρωχημένο) η ελονοσία
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μαλάρια
→ δείτε τη λέξη ελονοσία |
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πέστροφα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιατρική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)