μαλακίζομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μαλακίζομαι < αρχαία ελληνική μαλακίζομαι < μαλακία
Ρήμα[επεξεργασία]
μαλακίζομαι, πρτ.: μαλακιζόμουν, στ.μέλλ.: θα μαλακιστώ, αόρ.: μαλακίστηκα, μτχ.π.π.: μαλακισμένος
- (οικείο) αυνανίζομαι, αυτοϊκανοποιούμαι
- (οικείο) περνώ ασκοπα τον καιρό μου χωρίς να κάνω τίποτα παραγωγικό ή χρήσιμο
- (οικείο) κάνω μαλακίες, χοντρά λάθη
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μαλακίζομαι
αυνανίζομαι, το(ν) παίζω[επεξεργασία]
κάνω χαζομάρες ή παιχνιδισμούς[επεξεργασία]ενεργώ άσκοπα[επεξεργασία]
|