μαλαματένιος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | μαλαματένιος | η | μαλαματένια | το | μαλαματένιο |
γενική | του | μαλαματένιου | της | μαλαματένιας | του | μαλαματένιου |
αιτιατική | τον | μαλαματένιο | τη | μαλαματένια | το | μαλαματένιο |
κλητική | μαλαματένιε | μαλαματένια | μαλαματένιο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | μαλαματένιοι | οι | μαλαματένιες | τα | μαλαματένια |
γενική | των | μαλαματένιων | των | μαλαματένιων | των | μαλαματένιων |
αιτιατική | τους | μαλαματένιους | τις | μαλαματένιες | τα | μαλαματένια |
κλητική | μαλαματένιοι | μαλαματένιες | μαλαματένια | |||
Προφέρεται με συνίζηση ως παροξύτονο. | ||||||
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μαλαματένιος < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική μαλαματένιος < μαλαγματένιος < μάλαγμα (μάλαμα) μαλαματ- + -ένιος
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ma.la.maˈte.ɲos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μα‐λα‐μα‐τέ‐νιος
Επίθετο[επεξεργασία]
μαλαματένιος, -α, -ο
- (παρωχημένο) που είναι από μάλαμα, χρυσάφι
- (μεταφορικά) συνώνυμο του χρυσός στη σημασία: που είναι καλός και ευγενικός
- ↪ έχει χρυσή καρδιά, καρδιά μαλαματένια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μαλαματένιος
|
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μαλαματένιος < μαλαγματένιος με αφομοίωση [ɣm] > [mm] και απλοποίηση της προφοράς [mm] > [m][1]
Επίθετο[επεξεργασία]
μαλαματένιος
- άλλη μορφή του μαλαγματένιος
- άλλες μορφές: μαλαματένος
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ μαλαματένιος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως η ομάδα 'ωραίος' (νέα ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'ωραίος' (νέα ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'ωραίος' με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Επίθετα με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ένιος (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Παρωχημένοι όροι (νέα ελληνικά)
- Μεταφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ένιος (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Μεσαιωνικά ελληνικά
- Επίθετα (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)