μαλτέζικος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μαλτέζικος < μεσαιωνική ελληνική μαλτέζικος < Μαλτέζ(ος) + -ικος
Επίθετο[επεξεργασία]
μαλτέζικος, -η, -ο
- από τη Μάλτα
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη Μάλτα