μαμμάκυθος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μαμμάκυθος αρσενικό
- ο μαμμόθρεφτος
- ο ανόητος
- ρόλος σε έργο του Αριστοφάνη και πιθανόν τίτλος χαμένης κωμωδίας του Μεταγένη ή άλλου -αναφέρεται πάντως στο Βυζαντινό Λεξικό του Σουίδα ή Σούδα μεταξύ των έργων του Μεταγένη και οι ειδικοί γνωρίζουν ότι κάποια από τα αναφερόμενα δεν ευσταθούν:
- Αὖραι, Μαμμάκυθος, Θουριοπέρσαι, Φιλοθύτης, Ὅμηρος ἢ Ἀσκηταί