μανδαρίνος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μανδαρίνος < (άμεσο δάνειο) γαλλική mandarin < πορτογαλική mandarim / mandarij < μαλαϊκή menteri / manteri < σανσκριτική मन्त्रिन् (mantrin: σύμβουλος, υπουργός), από το मन्त्र (mantra: συμβουλή, απόφθεγμα) + -इन् (-in) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *men- (σκέφτομαι)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μανδαρίνος αρσενικό
- τίτλος που δινόταν άλλοτε στην Κίνα και στην Kορέα, σε ανώτατους κρατικούς λειτουργούς
- ο ανώτερος διοικητικός υπάλληλος
- (μειωτικό) ο χαρτογιακάς, δηλαδή ο γραφειοκράτης (δημόσιος ή επιχειρηματικός) υπάλληλος ή αξιωματούχος που υπηρετεί τυφλά τους ανώτερούς αποσκοπώντας σε ίδιον όφελος, αντί της υπηρεσίας.
- οι κρατικοί λειτουργοί οι οποίοι με δολοπλοκίες «εν κρυπτώ και παραβύστω» προσπαθούν να αναρριχηθούν στην διοικητική μηχανή του κράτους, χρησιμοποιούν τον «τύπο» των νόμων και των διατάξεων προκειμένου να κερδίσουν υλικά οφέλη ικανοποιώντας προσωπικές φιλοδοξίες και αγνοώντας τις ανάγκες του κοινωνικού συνόλου
- ο σχολαστικός δημόσιος υπάλληλος στο γράμμα του νόμου και τους τύπους
- (μειωνεκτικά) ο καρεκλοκένταυρος, ο γραφειοκράτης που προσπαθεί με κάθε μέσο να διατηρήσει το πόστο του ή την καρέκλα του
Συγγενικά[επεξεργασία]
- μανταρίνι (φυτό που εισήχθη στην Ευρώπη από την Κίνα)
- μανδαρινάτο
- μανδαρινισμός
- μανδαρινικά
- μανδαρινέα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δρόμος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα πορτογαλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μαλαϊκά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα σανσκριτικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Μειωτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)