μανδύα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μανδύα, δάνειο, ίσως από την περσική γλώσσα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μανδύα και μανδύη, θηλυκό και μανδύας ή μανδύης αρσενικό
- μάλλινος μανδύας