μανδύας

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μανδύας οι μανδύες
      γενική του μανδύα των μανδυών
    αιτιατική τον μανδύα τους μανδύες
     κλητική μανδύα μανδύες
Κατηγορία όπως «γαλαξίας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
ρωμαϊκό άγαλμα ενός άνδρα με μανδύα, Ασμόλειο μουσείο, Οξφόρδη
επίσκοπος της Ορθόδοξης Εκκλησίας φορώντας μανδύα
ο γήινος μανδύας

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μανδύας < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική μανδύας (αρσενικό) ή ελληνιστική κοινή μανδύα (θηλυκό)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μανδύας αρσενικό

  1. (ιστορία, ενδυμασία) το αρχαίο ένδυμα από χοντρό ύφασμα χωρίς μανίκια, που καλύπτει την πλάτη και μπορεί να τυλίξει όλο τον κορμό, ενώ συγκρατείται μπροστά με μία πόρπη
  2. το αρχιερατικό άμφιο στην ορθόδοξη εκκλησία
  3. (γεωλογία) το στρώμα μεταξύ του εξωτερικού πυρήνα της Γης και του φλοιού
  4. το πρόσθετο προστατευτικό δομικό στρώμα σε κατασκευές
    Ενισχύσεις τοίχων με μανδύα σκυροδέματος
  5. η πλαστική επιφάνεια γύρω από καλώδιο
    μανδύας καλωδίου
  6. (μεταφορικά) αυτό που αποκρύπτει μια αρνητική κατάσταση
    οικολογική καταστροφή με μαδύα νομιμότητας

Σύνθετα[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική μανδύᾱς οἱ μανδύαι
      γενική τοῦ μανδύου τῶν μανδυῶν
      δοτική τῷ μανδύ τοῖς μανδύαις
    αιτιατική τὸν μανδύᾱν τοὺς μανδύᾱς
     κλητική ! μανδύ μανδύαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  μανδύ
γεν-δοτ τοῖν  μανδύαιν
Το φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ.
1η κλίση, ομάδα 'νεανίας', Κατηγορία 'νεανίας' όπως «νεανίας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μανδύας < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μανδύας, -ου αρσενικό

  • (ελληνιστική κοινή) (ενδυμασία) χοντρό μάλλινο εξωτερικό ένδυμα, κάπα
    ※  3ος/2ος↑ αιώνας Παλαιά Διαθήκη, Βασιλειών Α', 17.38, κατά την Μετάφραση των Εβδομήκοντα @scaife.perseus
    καὶ ἐνέδυσεν Σαοὺλ τὸν Δαυεὶδ μανδύαν καὶ περικεφαλαίαν χαλκῆν περὶ τὴν κεφαλὴν αὐτοῦ,
    ※  4ος↓ αιώνας Επιφάνιος Κωνσταντίας ή Σαλαμίνας, Πανάριον, @catholiclibrary.org
    καὶ ὁρᾷς πῶς προσετέθη τῇ νομοθεσίᾳ ἑπτάμυξος λυχνία, ποδήρη, ἱερατικὰ ἐνδύματα, κώδωνές τε καὶ μανδύαι, ἐπωμίδες τε καὶ κιδάρεις, μίτραι τε καὶ λίθων διαφόρων συνθέσεις, κύαθοι, θυΐσκαι, λουτῆρες, θυσιαστήρια, τρυβλία, μασμαρώθ, ἅτινά ἐστι διϋλιστήρια, μιδικώθ, ἅτινα καλοῦνται κύαθοι, μαχωνώθ, αἵτινες εἰσὶ βάσεις, καὶ ὅσαπερ ὁ νόμος διαλέγεται, Χερυβὶμ καὶ τὰ ἄλλα, κιβωτὸς διαθήκης, ἀναφορεῖς τε καὶ δακτύλιοι, σκηνή τε καὶ δέρρεις καὶ δέρματα ἠρυθροδανωμένα, ἀγκύλαι τε καὶ τὰ ἄλλα, πυλωροὶ καὶ σάλπιγγες ἐλαταὶ καὶ καμπύλαι, καὶ χρυσαῖ καὶ ἀργυραῖ, χαλκαῖ καὶ κερατίναι, καὶ τὰ ἄλλα ὅσαπερ ὁ νόμος ἔφη, θυσίαι διάφοροι, διδασκαλίαι.

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Παράγωγα[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]