μανιῶδες

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μανιῶδες < ουδέτερο του επιθέτου μανιώδης

Επίθετο[επεξεργασία]

μανιῶδες

→ δείτε τη λέξη  μανιώδης