μαντώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: μαντό, Μαντώ

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μαντώ < (λόγιο δάνειο) γαλλική manteau με μίμηση των γραμμάτων της γαλλικής κατάληξης

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /manˈto/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μαν‐τώ κατά την προφορά του n-t

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μαντώ ουδέτερο άκλιτο