μαούνα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μαούνα οι μαούνες
      γενική της μαούνας
    αιτιατική τη μαούνα τις μαούνες
     κλητική μαούνα μαούνες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μαούνα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική μαούνα < οθωμανική τουρκική ماونه‎ (mavuna) ή ماعونه‎ (maʼuna) (τουρκική mavuna που τώρα γράφεται mavna) < αραβική مَاعُونَة (māʿūna) (αναφέρεται και η παλιά γαλλική λέξη mahonne, και η αγγλική επισης παλιά λέξη mahone που σημαίνει μεγάλο τουρκικό πλοίο)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μαούνα θηλυκό

  1. (ναυτικός όρος) φορτηγίδα, μικρό σκάφος μηχανοκίνητο ή μη (συνηθέστερα που ρυμουλκείται ή προωθείται) και χρησιμοποιείται στη μεταφορά εμπορευμάτων εντός ποταμών ή μεταφόρτωση από πλοίο σε πλοίο ή από ακτή ή λιμένα σε πλοίο που βρίσκεται σε αγκυροβόλιο και αντίστροφα
  2. (μεταφορικά, μειωτικό) αργοκίνητο μεταφορικό μέσο
  3. (μεταφορικά, μειωτικό) καθετί ογκώδες (συνήθως και άκομψο στην εμφάνιση)

Παράγωγα[επεξεργασία]

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]