μαράζι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μαράζι τα μαράζια
      γενική του μαραζιού των μαραζιών
    αιτιατική το μαράζι τα μαράζια
     κλητική μαράζι μαράζια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μαράζι < (άμεσο δάνειο) τουρκική maraz (αρρώστια, ασθένεια) < αραβική مرض (marad) (αρρώστια, ασθένεια)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μαράζι ουδέτερο

  1. ο καημός, ο διαρκής πόνος για κάποιον/κάτι που μας λείπει ή δεν το καταφέραμε
    Τον πήρε το μαράζι για τη Μαρία -Τον άφησε και το ‘βαλε μαράζι
  2. (παρωχημένο) η αρρώστια των φυτών
    Τα μαρούλια τα ‘πιασε το μαράζι

Μεταφράσεις[επεξεργασία]