μαρίδα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μαρίδα | οι | μαρίδες |
γενική | της | μαρίδας | των | μαρίδων |
αιτιατική | τη | μαρίδα | τις | μαρίδες |
κλητική | μαρίδα | μαρίδες | ||
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μαρίδα < αρχαία ελληνική σμαρίς, από την αιτιατική η σμαρίδα, με αποβολή του [z], από συμπροφορά με το άρθρο[1]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μαρίδα θηλυκό
- είδος μικρού και φτηνού ψαριού
- (μεταφορικά, μόνο στον ενικό) πλήθος μικρών παιδιών (στο δρόμο, σε εξωτερικό χώρο)
- ↪ Κάθε φορά που περνάει από τη γειτονιά, η μαρίδα τον παίρνει στο κατόπι και τον κοροϊδεύει.
- (μεταφορικά, κατ’ επέκταση, μόνο στον ενικό) οι μικροί, ασήμαντοι απατεώνες, τα «μικρά ψάρια», σε αντιδιαστολή με τα «μεγάλα ψάρια», τους «καρχαρίες» ή «μεγαλοκαρχαρίες»
- ↪ Ασκήθηκαν πολλές ποινικές διώξεις για τις υπεξαιρέσεις που ανακαλύφθηκαν, αλλά ως συνήθως την πλήρωσε η μαρίδα· τους «μεγάλους» δεν τόλμησαν να τους ακουμπήσουν.
Παράγωγα[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- μαρίδα στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μαρίδα (ψάρι)
|
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μαρίδα (μικροαπατεώνες)
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ μαρίδα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ελπίδα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ψάρια (νέα ελληνικά)
- Ζώα (νέα ελληνικά)
- Μεταφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)