μαριχουάνα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μαριχουάνα οι μαριχουάνες
      γενική της μαριχουάνας
    αιτιατική τη μαριχουάνα τις μαριχουάνες
     κλητική μαριχουάνα μαριχουάνες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μαριχουάνα < ισπανική marihuana

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μαριχουάνα θηλυκό

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]