μαριχουάνα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μαριχουάνα | οι | μαριχουάνες |
γενική | της | μαριχουάνας | — | |
αιτιατική | τη | μαριχουάνα | τις | μαριχουάνες |
κλητική | μαριχουάνα | μαριχουάνες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μαριχουάνα θηλυκό
- Το φυτό ινδική κάνναβις και το ναρκωτικό που παράγεται από αυτό.
- Τον έπιασαν με 10 κιλά μαριχουάνα.