μαρκάρισμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μαρκάρισμα < μαρκάρω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μαρκάρισμα ουδέτερο
- (ποδόσφαιρο) η προσπάθεια να παρεμποδιστεί η ελευθερία κινήσεων του αντιπάλου
- σημείωση για υπενθύμιση ότι κάτι έχει ελεγχθεί ή αντιθέτως ότι πρέπει να ελεγχθεί στο μέλλον
- σημείωση ή ετικέτα σε ρούχο, όπου αναγράφεται η μάρκα
- (μεταφορικά-λαϊκά) φλερτάρισμα, όταν κάποιος επιλέγει ένα άτομο που το ελκύει
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μαρκάρισμα
|