μασλάτι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | μασλάτι | τα | μασλάτια |
γενική | του | μασλατιού | των | μασλατιών |
αιτιατική | το | μασλάτι | τα | μασλάτια |
κλητική | μασλάτι | μασλάτια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μασλάτι < (άμεσο δάνειο) τουρκική maslahat (υπόθεση, δουλειά) < περσική مصلحت (maṣlahat: ασχολία, υπόθεση) < αραβική صلح (ṣálaḥa: ταιριαστός, ικανός, χρήσιμος)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μασλάτι ουδέτερο
- (ιδιωματικό) χαλαρή κουβεντούλα επί παντός επιστητού
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'τραγούδι' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα περσικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αραβικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιδιωματικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)