μαστίτιδα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μαστίτιδα οι μαστίτιδες
      γενική της μαστίτιδας των μαστίτιδων
    αιτιατική τη μαστίτιδα τις μαστίτιδες
     κλητική μαστίτιδα μαστίτιδες
Κατηγορία όπως «αρθρίτιδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μαστίτιδα < μαστίτις + -ίτιδα • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μαστίτιδα θηλυκό

  • (ιατρική) φλεγμονή του ιστου των μαστών από λοίμωξη ή άλλη αιτία

Μεταφράσεις[επεξεργασία]