μαστίχη

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μαστίχη < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μαστίχη-ης θηλυκό

  1. (λόγιο) η μαστίχα
  2. υλικό συγκόλλησης
    Ελαστομερής σφραγιστική και συγκολλητική μαστίχη
    'πολυουρεθανική μαστίχη, ασφαλτική μαστίχη, ακρυλική μαστίχη

Μεταφράσεις[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική μαστίχη αἱ μαστίχαι
      γενική τῆς μαστίχης τῶν μαστιχῶν
      δοτική τῇ μαστίχ ταῖς μαστίχαις
    αιτιατική τὴν μαστίχην τὰς μαστίχᾱς
     κλητική ! μαστίχη μαστίχαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  μαστίχ
γεν-δοτ τοῖν  μαστίχαιν
Το φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ.
1η κλίση, ομάδα 'γνώμη', Κατηγορία 'δίκη' όπως «βελόνη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μαστίχη < μαστάζω (μασάω) λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μαστίχηθηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]