μαστίχη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μαστίχη < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μαστίχη-ης θηλυκό
- (λόγιο) η μαστίχα
- υλικό συγκόλλησης
- ↪ Ελαστομερής σφραγιστική και συγκολλητική μαστίχη
- ↪ 'πολυουρεθανική μαστίχη, ασφαλτική μαστίχη, ακρυλική μαστίχη
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
η μαστίχα
|
η συγκολλητική ουσία
|
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | μαστίχη | αἱ | μαστίχαι |
γενική | τῆς | μαστίχης | τῶν | μαστιχῶν |
δοτική | τῇ | μαστίχῃ | ταῖς | μαστίχαις |
αιτιατική | τὴν | μαστίχην | τὰς | μαστίχᾱς |
κλητική ὦ! | μαστίχη | μαστίχαι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | μαστίχᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | μαστίχαιν | ||
Το φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ. | ||||
1η κλίση, ομάδα 'γνώμη', Κατηγορία 'δίκη' όπως «βελόνη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μαστίχη < μαστάζω (μασάω) → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μαστίχηθηλυκό
Συγγενικά[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- μαστίχη - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως η ομάδα 'γνώμη' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'δίκη' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δίκη' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 1ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 1ης κλίσης θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις παροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Ελλείπουσες ετυμολογίες (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)