μαστοπάθεια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μαστοπάθεια θηλυκό
- κάθε πάθηση που προσβάλλει το μαστό των θηλαστικών
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μαστοπάθεια
|