μαστουριάζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μαστουριάζω < μαστούρα + -ιάζω

Ρήμα[επεξεργασία]

μαστουριάζω

  1. γίνομαι μαστούρας
  2. καθίσταμαι υπό την επήρεια ναρκωτικής ουσίας

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]