μαστούρα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μαστούρα οι μαστούρες
      γενική της μαστούρας
    αιτιατική τη μαστούρα τις μαστούρες
     κλητική μαστούρα μαστούρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μαστούρα < μαστούρ(ης) + κατάληξη θηλυκού

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μαστούρα θηλυκό

  1. (λαϊκότροπο) η νάρκωση που προκύπτει από τη χρήση ναρκωτικών ουσιών, το μαστούρωμα
  2. (λαϊκότροπο) μαστουρωμένος
  3. (λαϊκότροπο) ναρκομανής

Μεταφράσεις[επεξεργασία]