μαστόρεμα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μαστόρεμα τα μαστορέματα
      γενική του μαστορέματος των μαστορεμάτων
    αιτιατική το μαστόρεμα τα μαστορέματα
     κλητική μαστόρεμα μαστορέματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μαστόρεμα < μαστορευ(ω) + -μα (το υ αποβλήθηκε)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μαστόρεμα ουδέτερο (πιο συνηθισμένο στον πληθυντικό)

  1. η επισκευή, το μερεμέτι, η επιδιόρθωση μιας βλάβης ή η αποκατάσταση μιας ζημιάς
  2. Χάλασαν τα υδραυλικά κι έχω μαστορέματα στο σπίτι

Μεταφράσεις[επεξεργασία]