μαστόρεμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μαστόρεμα < μαστορευ(ω) + -μα (το υ αποβλήθηκε)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μαστόρεμα ουδέτερο (πιο συνηθισμένο στον πληθυντικό)
- η επισκευή, το μερεμέτι, η επιδιόρθωση μιας βλάβης ή η αποκατάσταση μιας ζημιάς
- Χάλασαν τα υδραυλικά κι έχω μαστορέματα στο σπίτι
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μαστόρεμα
|