ματάκι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ματάκι τα ματάκια
      γενική
    αιτιατική το ματάκι τα ματάκια
     κλητική ματάκι ματάκια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ματάκι < μάτ(ι) + υποκοριστικό επίθημα -άκι

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ματάκι ουδέτερο

  1. μικρό μάτι
  2. μικρή γυάλινη οπή στην εξώπορτα του σπιτιού, ώστε ο κάτοικος να βλέπει ποιος βρίσκεται έξω από την πόρτα του
  3. παλιό παιδικό παιχνίδι που λεγόταν και "ἀματάκι", όπου τα αγόρια στόχευαν το ένα τον βόλο του άλλου

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

για γλώσσες που δεν διαχωρίζουν το υποκοριστικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε μάτι