ματιά

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ματιά οι ματιές
      γενική της ματιάς των ματιών
    αιτιατική τη ματιά τις ματιές
     κλητική ματιά ματιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ματιά < μάτι

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /maˈtça/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ματιά θηλυκό

  • το βλέμμα
    του έριξε μια ματιά που εννοούσε πολλά

Εκφράσεις[επεξεργασία]

  • ρίχνω μια ματιά: μελετώ
    όταν έχεις χρόνο, ρίξε μια ματιά σ' αυτό το φάκελο.

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]