μαυρομάτης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | μαυρομάτης | η | μαυρομάτα μαυροματού μαυροματούσα |
το | μαυρομάτικο |
γενική | του | μαυρομάτη | της | μαυρομάτας μαυροματούς μαυροματούσας |
του | μαυρομάτικου |
αιτιατική | τον | μαυρομάτη | τη | μαυρομάτα μαυροματού μαυροματούσα |
το | μαυρομάτικο |
κλητική | μαυρομάτη | μαυρομάτα μαυροματού μαυροματούσα |
μαυρομάτικο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | μαυρομάτηδες | οι | μαυρομάτες μαυροματούδες μαυροματούσες |
τα | μαυρομάτικα |
γενική | των | μαυρομάτηδων | των | — μαυροματούδων — |
των | μαυρομάτικων |
αιτιατική | τους | μαυρομάτηδες | τις | μαυρομάτες μαυροματούδες μαυροματούσες |
τα | μαυρομάτικα |
κλητική | μαυρομάτηδες | μαυρομάτες μαυροματούδες μαυροματούσες |
μαυρομάτικα | |||
Το θηλυκό, σε -α, -ού και -ούσα. To ουδέτερο, από τα επίθετα σε -ικος. Το αρσενικό και το θηλυκό, και ως ουσιαστικά. | ||||||
ομάδα 'ξανθομάλλης', Κατηγορία όπως «ξανθομάλλης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μαυρομάτης < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική μαυρομάτης. Συγχρονικά αναλύεται σε μαυρο- + -μάτης
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ma.vɾoˈma.tis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μαυ‐ρο‐μά‐της
Επίθετο[επεξεργασία]
μαυρομάτης, -α/ού/ούσα, -ικο
Συγγενικά[επεξεργασία]
- Μαυρομάτης και Μαυρομμάτης (επώνυμα)
- μαυρομάτικος
- μαυρομάτικα (τα φασόλια)
- → και δείτε τις λέξεις μαυρο- και μάτι
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- Λέξεις με μαυροματ- - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μαυρομάτης < μαυρο- + μάτ(ιν) + -ης < (ελληνιστική κοινή) μαῦρος + ὀμμάτιον < αρχαία ελληνική ἀμαυρός + ὄμμα
Επίθετο[επεξεργασία]
μαυρομάτης
- που έχει μαύρα μάτια, μαυρομάτης
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- γουρλομάτης
- κοκκινόματος
- λαμπρομάτης
- → και δείτε τις λέξεις ὀμμάτιον και μάτιν
Πηγές[επεξεργασία]
- μαυρομάτης - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως η ομάδα 'ξανθομάλλης' (νέα ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'ξανθομάλλης' (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα μαυρο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -μάτης (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα μαυρο- (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ης (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Μεσαιωνικά ελληνικά
- Επίθετα (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)