μαχαιρωμένος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μαχαιρωμένος η μαχαιρωμένη το μαχαιρωμένο
      γενική του μαχαιρωμένου της μαχαιρωμένης του μαχαιρωμένου
    αιτιατική τον μαχαιρωμένο τη μαχαιρωμένη το μαχαιρωμένο
     κλητική μαχαιρωμένε μαχαιρωμένη μαχαιρωμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μαχαιρωμένοι οι μαχαιρωμένες τα μαχαιρωμένα
      γενική των μαχαιρωμένων των μαχαιρωμένων των μαχαιρωμένων
    αιτιατική τους μαχαιρωμένους τις μαχαιρωμένες τα μαχαιρωμένα
     κλητική μαχαιρωμένοι μαχαιρωμένες μαχαιρωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μαχαιρωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου μαχαιρώνω

Μετοχή[επεξεργασία]

μαχαιρωμένος, -η, -ο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]