μαχαλόμαγκας

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μαχαλόμαγκας οι μαχαλόμαγκες
      γενική του μαχαλόμαγκα των μαχαλόμαγκων
    αιτιατική τον μαχαλόμαγκα τους μαχαλόμαγκες
     κλητική μαχαλόμαγκα μαχαλόμαγκες
Η γενική πληθυντικού είναι δύσχρηστη.
Κατηγορία όπως «βαρύμαγκας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μαχαλόμαγκας < μαχαλ(άς) + -ό- + μάγκας

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μαχαλόμαγκας αρσενικό

  • (αργκό) ο μάγκας κάποιου δρόμου ή συνοικίας
    οι μαχαλόμαγκες είχαν περιορισμένο τόπο δράσης, εκεί που τους έπαιρνε, και δεν ήταν ευρύτερα αναγνωρισμένοι ως μάγκες.
    ※  Τον ξέρετε, μωρέ παιδιά, της γειτονιάς το βλάμη, τον λένε μαχαλόμαγκα, μυαλό δεν έχει δράμι. (Από το τραγούδι «Ο μαχαλόμαγκας» σε στίχους και μουσική του Βασίλη Τσιτσάνη)

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]