μαϊστροτραμουντάνα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μαϊστροτραμουντάνα οι μαϊστροτραμουντάνες
      γενική της μαϊστροτραμουντάνας
    αιτιατική τη μαϊστροτραμουντάνα τις μαϊστροτραμουντάνες
     κλητική μαϊστροτραμουντάνα μαϊστροτραμουντάνες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μαϊστροτραμουντάνα < από τη σύνθεση των λέξεων μαΐστρος + τραμουντάνα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μαϊστροτραμουντάνα θηλυκό

  • (ναυτική διάλεκτος) ο άνεμος μεταξύ βόρειου και βορειοδυτικού


Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Άνεμοι:

Μεταφράσεις[επεξεργασία]