μεζούρα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μεζούρα | οι | μεζούρες |
γενική | της | μεζούρας | των | μεζουρών |
αιτιατική | τη | μεζούρα | τις | μεζούρες |
κλητική | μεζούρα | μεζούρες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μεζούρα < (άμεσο δάνειο) βενετική mesura
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μεζούρα θηλυκό (πληθυντικός : μεζούρες)
- είδος εύκαμπτου μέτρου που χρησιμοποιούν συνήθως οι ράφτες
- (μαγειρική) οποιοδήποτε δοχείο πρόκειται να χρησιμοποιηθεί σαν μονάδα
- χρησιμοποιούμε για μεζούρα ένα φλιτζανάκι του καφέ
- (μαγειρική) ποσότητα μιας μεζούρας (2)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα βενετικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα βενετικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)