μειδίαμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μειδίαμα < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή μειδίαμα[1] < μειδιῶ
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /miˈði.a.ma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μει‐δί‐α‐μα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μειδίαμα ουδέτερο
- το αμυδρό χαμόγελο
- ※ Ο Κλάιν δεν επέμεινε, στο πρόσωπό του όμως είδα να διαγράφεται ένα δύσπιστο και ελαφρά ειρωνικό μειδίαμα. (Τεύκρος Μιχαηλίδης (2006) Πυθαγόρεια Εγκλήματα [μυθιστόρημα])
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μειδίαμα
→ δείτε τη λέξη χαμόγελο |
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ μειδίαμα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'όνομα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)