μελάνωμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μελάνωμα <
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μελάνωμα ουδέτερο
- η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του μελανώνω
- (συνεκδοχικά) λέρωμα, μουντζούρωμα.
- σου είπα να σταματήσεις το μελάνωμα των τοίχων.
- (ιατρική) όγκος από μελανοκύτταρα
- η αλόγιστη έκθεση του δέρματος στον ήλιο μπορεί να προκαλέσει κακόηθες μελάνωμα