μελανιασμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μελανιασμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου μελανιάζω
Μετοχή[επεξεργασία]
μελανιασμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη μελανιάζω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μελανιασμένος
|