μελισσοκόμος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μελισσοκόμος < ελληνιστική κοινή μελισσοκόμος.[1] Συγχρονικά αναλύεται σε μελισσο- + -κόμος
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /me.li.soˈko.mos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : με‐λισ‐σο‐κό‐μος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μελισσοκόμος αρσενικό ή θηλυκό
Συγγενικά[επεξεργασία]
- μελισσοκομείο
- μελισσοκομία
- μελισσοκομική
- μελισσοκομικός
- → και δείτε τη λέξη μέλισσα
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μελισσοκόμος
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ μελισσοκόμος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
μελισσοκόμος, -ος, -ον
- (ελληνιστική κοινή) (επάγγελμα) που ασχολείται με τη μελισσοκομία, μελισσοτρόφος
- ※ 3ος πκε αιώνας ⌘ Απολλώνιος ο Ρόδιος, Ἀργοναυτικά, 2.131, @scaife.perseus
- ἠὲ μελισσοκόμοι πέτρῃ ἔνι καπνιόωσιν,
- ※ 3ος κε αιώνας ⌘ Οππιανός ο εξ Απαμείας, Κυνηγετικά, 4.275, @scaife.perseus
- σὺν Δρυάσιν δʼ ἀτίτηλε μελισσοκόμοισί τε Νύμφαις
- ※ 3ος πκε αιώνας ⌘ Απολλώνιος ο Ρόδιος, Ἀργοναυτικά, 2.131, @scaife.perseus
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- μελισσοκόμος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ζωγράφος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά κοινού γένους (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα μελισσο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -κόμος (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Επαγγέλματα (νέα ελληνικά)
- Επίθετα με κλίση όπως το 'δύσκολος' (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα 2ης κλίσης (ελληνιστική κοινή)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'τοξοβόλος' (ελληνιστική κοινή)
- Λέξεις παροξύτονες (ελληνιστική κοινή)
- Επίθετα παροξύτονα (ελληνιστική κοινή)
- Λέξεις με πρόθημα μελισσο- (ελληνιστική κοινή)
- Λέξεις με επίθημα -κόμος (ελληνιστική κοινή)
- Ελληνιστική κοινή
- Επίθετα (ελληνιστική κοινή)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Επαγγέλματα (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (ελληνιστική κοινή)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)