μελισσοφάγος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μελισσοφάγος οι μελισσοφάγοι
      γενική του μελισσοφάγου των μελισσοφάγων
    αιτιατική τον μελισσοφάγο τους μελισσοφάγους
     κλητική μελισσοφάγε μελισσοφάγοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Μελισσοφάγος

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μελισσοφάγος < μέλισσο- (< μέλισσα) + -φάγος (<τρώγω)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μελισσοφάγος αρσενικό

  • (πτηνό) πτηνό που ανήκει στην οικογένεια Μεροπίδες (Meropidae). Χαρακτηρίζεται από πολύχρωμα φτερά, μακρύ και στενό κορμί και συνήθως μακριά φτερά στην ουρά.

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]