μελιτζανιά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μελιτζανιά | οι | μελιτζανιές |
γενική | της | μελιτζανιάς | των | μελιτζανιών |
αιτιατική | τη | μελιτζανιά | τις | μελιτζανιές |
κλητική | μελιτζανιά | μελιτζανιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μελιτζανιά < μελιτζάν(α) + -ιά
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /me.li.d͡zaˈɲa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : με‐λι‐τζα‐νιά
Ουσιαστικό 1[επεξεργασία]
μελιτζανιά θηλυκό
- (φυτό) το φυτό που παράγει μελιτζάνες
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μελιτζανιά
|
Ετυμολογία 2[επεξεργασία]
- μελιτζανιά < μελιτζανί, από το χρώμα του αιματώματος που δημιουργούσαν παλαιότερα οι χειροπέδες στον καρπό
Ουσιαστικό 2[επεξεργασία]
μελιτζανιά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- (αργκό) οι χειροπέδες (στη γλώσσα των κακοποιών) (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη μελιτζάνα
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
μελιτζανιά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του μελιτζανής
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του μελιτζανής
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'καρδιά' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ιά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Φυτά (νέα ελληνικά)
- Αργκό (νέα ελληνικά)
- Σελίδες για τεκμηρίωση
- Κλιτικοί τύποι επιθέτων (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)