μελόπιτα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μελόπιτα οι μελόπιτες
      γενική της μελόπιτας
    αιτιατική τη μελόπιτα τις μελόπιτες
     κλητική μελόπιτα μελόπιτες
Κατηγορία όπως «πέστροφα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μελόπιτα < μέλ(ι) + -ό- + -πιτα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μελόπιτα θηλυκό

  1. (γλυκό) πίτα με βασικό υλικό το μέλι
    Χωρίζουμε τη ζύμη σε δύο μέρη και την απλώνουμε στον ελαφρώς αλευρωμένο πάγκο της κουζίνας. Με τον πλάστη ανοίγουμε δύο λεπτά φύλλα. Προθερμαίνουμε τον φούρνο στους 170°C-180°C, στον αέρα. Βουτυρώνουμε ένα ταψί και στρώνουμε το ένα φύλλο. Απλώνουμε τη γέμιση της μελόπιτας και σκεπάζουμε με το άλλο φύλλο. (* εφημερίδα Το Βήμα)
  2. κηρήθρα

Μεταφράσεις[επεξεργασία]