μελόπιτα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μελόπιτα | οι | μελόπιτες |
γενική | της | μελόπιτας | — | |
αιτιατική | τη | μελόπιτα | τις | μελόπιτες |
κλητική | μελόπιτα | μελόπιτες | ||
Κατηγορία όπως «πέστροφα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μελόπιτα θηλυκό
- (γλυκό) πίτα με βασικό υλικό το μέλι
- Χωρίζουμε τη ζύμη σε δύο μέρη και την απλώνουμε στον ελαφρώς αλευρωμένο πάγκο της κουζίνας. Με τον πλάστη ανοίγουμε δύο λεπτά φύλλα. Προθερμαίνουμε τον φούρνο στους 170°C-180°C, στον αέρα. Βουτυρώνουμε ένα ταψί και στρώνουμε το ένα φύλλο. Απλώνουμε τη γέμιση της μελόπιτας και σκεπάζουμε με το άλλο φύλλο. (* εφημερίδα Το Βήμα)
- κηρήθρα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πέστροφα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με ένθημα -ό- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -πιτα (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Γλυκά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)