μενεξές

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

άνθη του μενεξέ
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μενεξές οι μενεξέδες
      γενική του μενεξέ των μενεξέδων
    αιτιατική τον μενεξέ τους μενεξέδες
     κλητική μενεξέ μενεξέδες
Κατηγορία όπως «καφές» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μενεξές < (άμεσο δάνειο) οθωμανική τουρκική منكشه (τουρκική menekşe) < περσική بنفشه (banafše, μενεξές, βιολέτα) < μέση περσική wnpšk' (wanafšag: βιολέτα, μενεξές) [1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /me.neˈkses/
τυπογραφικός συλλαβισμός: με‐νε‐ξές

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μενεξές αρσενικό

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. «μενεξές» στο αγγλικό Βικιλεξικό.