μεράκι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μεράκι τα μεράκια
      γενική του μερακιού των μερακιών
    αιτιατική το μεράκι τα μεράκια
     κλητική μεράκι μεράκια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μεράκι < (άμεσο δάνειο) οθωμανική τουρκική مراق [1][2] (τουρκική merak) + [3] < αραβική مراق (maraq, ευγένεια, χάρη) [4]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /meˈɾa.ci/
τυπογραφικός συλλαβισμός: με‐ρά‐κι

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μεράκι ουδέτερο

  1. η σφοδρή επιθυμία ή καημός
     συνώνυμα: πόθος → δείτε και τη λέξη ντέρτι
  2. η ενασχόληση με επιμέλεια και γούστο, ζήλος
  3. (συνήθως στον πληθυντικό: μεράκια) το ευχάριστο συναίσθημα που προκύπτει από διασκέδαση

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. μεράκι - μονόγλωσσο τουρκικό Ετυμολογικό Λεξικό «Türkçe Etimolojik Sözlük» (2002) του Σεβάν Νισανιάν
  2. σελ. 1814 - J.W. Redhouse, A Turkish and English Lexicon. Shewing in English: The Significations of the Turkish Terms [Τουρκικό (οθωμανικό) και αγγλικό λεξικό] (Κωνσταντινούπολη: Printed for the American Mission by A.H. Boyajian, 1884) (ανατύπωση: Βηρυτός: Librairie du Liban, 1974 & 1987).
  3. μεράκι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  4. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.