μεριμνώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μεριμνώ < αρχαία ελληνική μεριμνάω < από τη ρίζα -μερ και -μαρ
Ρήμα[επεξεργασία]
μεριμνώ
- φροντίζω, ανησυχώ, σκέφτομαι σοβαρά, εξετάζω λεπτομερώς, επιμελούμαι, προνοώ
- Μερίμνησε για το μέλλον των παιδιών του.
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μεριμνώ