μεριμνώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μεριμνώ < αρχαία ελληνική μεριμνάω < από τη ρίζα -μερ και -μαρ

Ρήμα[επεξεργασία]

μεριμνώ

  1. φροντίζω, ανησυχώ, σκέφτομαι σοβαρά, εξετάζω λεπτομερώς, επιμελούμαι, προνοώ
    Μερίμνησε για το μέλλον των παιδιών του.

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]