μεροληπτικά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μεροληπτικά < μεροληπτικός + -ά
Επίρρημα[επεξεργασία]
μεροληπτικά
- χωρίς αντικειμενικότητα, με προκατάληψη, με διακρίσεις
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη μεροληψία
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μεροληπτικά
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
μεροληπτικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του μεροληπτικό