μεσ-
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία 1[επεξεργασία]
Πρόθημα[επεξεργασία]
μεσ-
- μορφή του μεσο- όταν ακολουθεί φωνήεν
- μεσαύλι (στη σημασία: η μεσαία αυλή, η αυλή που βρίσκεται ανάμεσα σε...)
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μεσ-
→ δείτε τη λέξη μεσο- |
Ετυμολογία 2[επεξεργασία]
Πρόθημα[επεξεργασία]
μεσ-
- σπανιότερη εναλλαγή με το μισ-
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μεσ-
→ δείτε μισο- |
Ετυμολογία 3[επεξεργασία]
- μεσ- < μέσ(α) όταν ακολουθεί φωνήεν
Πρόθημα[επεξεργασία]
μεσ-
- πρόθημα που δηλώνει ότι το δεύτερο συνθετικό βρίσκεται μέσα σ' έναν χώρο
- μεσαύλι (στη σημασία: η μέσα αυλή, η εσωτερική αυλή)
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Αναφορές[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- μεσο- - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- μεσο- - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]
Πρόθημα[επεξεργασία]
μεσ-
- άλλη μορφή του μεσο-
- με τη σημασία: μέση, μέσο
- μεσαστέρι
- με τη σημασία μισός
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Πρόθημα[επεξεργασία]
μεσ-