μετάθεση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μετάθεση οι μεταθέσεις
      γενική της μετάθεσης* των μεταθέσεων
    αιτιατική τη μετάθεση τις μεταθέσεις
     κλητική μετάθεση μεταθέσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, μεταθέσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μετάθεση < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική μετάθε(σις) + -ση < μετά- + θέσις (θέτω)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μετάθεση θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]

→ και δείτε τη λέξη μεταθέτω

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]