μετάνοια

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία 1[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μετάνοια οι μετάνοιες
      γενική της μετάνοιας
μετανοίας
των μετανοιών
    αιτιατική τη μετάνοια τις μετάνοιες
     κλητική μετάνοια μετάνοιες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
μετάνοια < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική μετάνοια. Μορφολογικά, μετά- + -νοια. Δείτε και την #Ετυμολογία_2.

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /meˈta.ni.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: με‐τά‐νοι‐α

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μετάνοια θηλυκό

  1. το συναίσθημα της ψυχικής συντριβής που αισθάνεται κάποιος όταν καταλάβει ότι έκανε κάποιο σφάλμα
  2. (χριστιανισμός) εξομολόγηση αμαρτιών

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]

νομικοί όροι:

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Ετυμολογία 2[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μετάνοια οι μετάνοιες
      γενική της μετάνοιας
    αιτιατική τη μετάνοια τις μετάνοιες
     κλητική μετάνοια μετάνοιες
Προφέρεται με συνίζηση στην κατάληξη ως παροξύτονο.
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
μετάνοια < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική μετάνοια

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /meˈta.ɲa/ (με συνίζηση)
τυπογραφικός συλλαβισμός: με‐τά‐νοια

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μετάνοια θηλυκό

  1. γονυκλισία και υπόκλιση για εκδήλωση είτε λατρείας είτε μεταμέλειας
    Έκανε το σταυρό του, έκανε και μερικές μετάνοιες και πήγε να κοιμηθεί ήσυχος.
  2. (μεταφορικά) παρακάλια, ικεσίες

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική μετάνοι αἱ μετάνοιαι
      γενική τῆς μετανοίᾱς τῶν μετανοιῶν
      δοτική τῇ μετανοί ταῖς μετανοίαις
    αιτιατική τὴν μετάνοιᾰν τὰς μετανοίᾱς
     κλητική ! μετάνοι μετάνοιαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  μετανοί
γεν-δοτ τοῖν  μετανοίαιν
1η κλίση, Κατηγορία 'βοήθεια' όπως «βοήθεια» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μετάνοια < μετανο(έω) + -ια. Μορφολογικά, μετά- + -νοια

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μετάνοια

Πηγές[επεξεργασία]