μεταγραμματίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μεταγραμματίζω < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή μεταγραμματίζω. Η διευρυμένη σημασία, (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική transliterate. Μορφολογικά, μετα- + γραμματ- (γράμμα) + -ίζω

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /me.ta.ɣɾa.maˈti.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: με‐τα‐γραμ‐μα‐τί‐ζω

Ρήμα[επεξεργασία]

μεταγραμματίζω, αόρ.: μεταγραμμάτισα, παθ.φωνή: μεταγραμματίζομαι, π.αόρ.: μεταγραμματίστηκα, μτχ.π.π.: μεταγραμματισμένος

  1. αλλάζω τη σειρά των γραμμάτων μέσα σε μία λέξη
     συνώνυμα: αναγραμματίζω
  2. (σύγχρονη σημασία) αντικαθιστώ κάθε γράμμα μίας λέξης με χαρακτήρες από διαφορετικό σύστημα γραφής
     συνώνυμα: μεταγράφω

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μεταγραμματίζω < μετα- + γραμματίζω (γραμματ- (γράμμα) + -ίζω)

Ρήμα[επεξεργασία]

μετᾰγραμμᾰτίζω

Συγγενικά[επεξεργασία]

& και → δείτε τη λέξη γράμμα

Πηγές[επεξεργασία]