μεταγραμματίζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μεταγραμματίζω < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή μεταγραμματίζω. Η διευρυμένη σημασία, (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική transliterate. Μορφολογικά, μετα- + γραμματ- (γράμμα) + -ίζω
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /me.ta.ɣɾa.maˈti.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : με‐τα‐γραμ‐μα‐τί‐ζω
Ρήμα[επεξεργασία]
μεταγραμματίζω, αόρ.: μεταγραμμάτισα, παθ.φωνή: μεταγραμματίζομαι, π.αόρ.: μεταγραμματίστηκα, μτχ.π.π.: μεταγραμματισμένος
- αλλάζω τη σειρά των γραμμάτων μέσα σε μία λέξη
- (σύγχρονη σημασία) αντικαθιστώ κάθε γράμμα μίας λέξης με χαρακτήρες από διαφορετικό σύστημα γραφής
Συγγενικά[επεξεργασία]
- αναγραμματίζω
- προγραμματίζω
- και → δείτε τη λέξη γράμμα
Κλίση[επεξεργασία]
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | μεταγραμματίζω | μεταγραμμάτιζα | θα μεταγραμματίζω | να μεταγραμματίζω | μεταγραμματίζοντας | |
β' ενικ. | μεταγραμματίζεις | μεταγραμμάτιζες | θα μεταγραμματίζεις | να μεταγραμματίζεις | μεταγραμμάτιζε | |
γ' ενικ. | μεταγραμματίζει | μεταγραμμάτιζε | θα μεταγραμματίζει | να μεταγραμματίζει | ||
α' πληθ. | μεταγραμματίζουμε | μεταγραμματίζαμε | θα μεταγραμματίζουμε | να μεταγραμματίζουμε | ||
β' πληθ. | μεταγραμματίζετε | μεταγραμματίζατε | θα μεταγραμματίζετε | να μεταγραμματίζετε | μεταγραμματίζετε | |
γ' πληθ. | μεταγραμματίζουν(ε) | μεταγραμμάτιζαν μεταγραμματίζαν(ε) |
θα μεταγραμματίζουν(ε) | να μεταγραμματίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | μεταγραμμάτισα | θα μεταγραμματίσω | να μεταγραμματίσω | μεταγραμματίσει | ||
β' ενικ. | μεταγραμμάτισες | θα μεταγραμματίσεις | να μεταγραμματίσεις | μεταγραμμάτισε | ||
γ' ενικ. | μεταγραμμάτισε | θα μεταγραμματίσει | να μεταγραμματίσει | |||
α' πληθ. | μεταγραμματίσαμε | θα μεταγραμματίσουμε | να μεταγραμματίσουμε | |||
β' πληθ. | μεταγραμματίσατε | θα μεταγραμματίσετε | να μεταγραμματίσετε | μεταγραμματίστε | ||
γ' πληθ. | μεταγραμμάτισαν μεταγραμματίσαν(ε) |
θα μεταγραμματίσουν(ε) | να μεταγραμματίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω μεταγραμματίσει | είχα μεταγραμματίσει | θα έχω μεταγραμματίσει | να έχω μεταγραμματίσει | ||
β' ενικ. | έχεις μεταγραμματίσει | είχες μεταγραμματίσει | θα έχεις μεταγραμματίσει | να έχεις μεταγραμματίσει | έχε μεταγραμματισμένο | |
γ' ενικ. | έχει μεταγραμματίσει | είχε μεταγραμματίσει | θα έχει μεταγραμματίσει | να έχει μεταγραμματίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε μεταγραμματίσει | είχαμε μεταγραμματίσει | θα έχουμε μεταγραμματίσει | να έχουμε μεταγραμματίσει | ||
β' πληθ. | έχετε μεταγραμματίσει | είχατε μεταγραμματίσει | θα έχετε μεταγραμματίσει | να έχετε μεταγραμματίσει | έχετε μεταγραμματισμένο | |
γ' πληθ. | έχουν μεταγραμματίσει | είχαν μεταγραμματίσει | θα έχουν μεταγραμματίσει | να έχουν μεταγραμματίσει | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) μεταγραμματισμένο | |||||
Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) μεταγραμματισμένο | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) μεταγραμματισμένο | |||||
Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) μεταγραμματισμένο |
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | μεταγραμματίζομαι | μεταγραμματιζόμουν(α) | θα μεταγραμματίζομαι | να μεταγραμματίζομαι | ||
β' ενικ. | μεταγραμματίζεσαι | μεταγραμματιζόσουν(α) | θα μεταγραμματίζεσαι | να μεταγραμματίζεσαι | ||
γ' ενικ. | μεταγραμματίζεται | μεταγραμματιζόταν(ε) | θα μεταγραμματίζεται | να μεταγραμματίζεται | ||
α' πληθ. | μεταγραμματιζόμαστε | μεταγραμματιζόμαστε μεταγραμματιζόμασταν |
θα μεταγραμματιζόμαστε | να μεταγραμματιζόμαστε | ||
β' πληθ. | μεταγραμματίζεστε | μεταγραμματιζόσαστε μεταγραμματιζόσασταν |
θα μεταγραμματίζεστε | να μεταγραμματίζεστε | (μεταγραμματίζεστε) | |
γ' πληθ. | μεταγραμματίζονται | μεταγραμματίζονταν μεταγραμματιζόντουσαν |
θα μεταγραμματίζονται | να μεταγραμματίζονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | μεταγραμματίστηκα | θα μεταγραμματιστώ | να μεταγραμματιστώ | μεταγραμματιστεί | ||
β' ενικ. | μεταγραμματίστηκες | θα μεταγραμματιστείς | να μεταγραμματιστείς | μεταγραμματίσου | ||
γ' ενικ. | μεταγραμματίστηκε | θα μεταγραμματιστεί | να μεταγραμματιστεί | |||
α' πληθ. | μεταγραμματιστήκαμε | θα μεταγραμματιστούμε | να μεταγραμματιστούμε | |||
β' πληθ. | μεταγραμματιστήκατε | θα μεταγραμματιστείτε | να μεταγραμματιστείτε | μεταγραμματιστείτε | ||
γ' πληθ. | μεταγραμματίστηκαν μεταγραμματιστήκαν(ε) |
θα μεταγραμματιστούν(ε) | να μεταγραμματιστούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω μεταγραμματιστεί | είχα μεταγραμματιστεί | θα έχω μεταγραμματιστεί | να έχω μεταγραμματιστεί | μεταγραμματισμένος | |
β' ενικ. | έχεις μεταγραμματιστεί | είχες μεταγραμματιστεί | θα έχεις μεταγραμματιστεί | να έχεις μεταγραμματιστεί | ||
γ' ενικ. | έχει μεταγραμματιστεί | είχε μεταγραμματιστεί | θα έχει μεταγραμματιστεί | να έχει μεταγραμματιστεί | ||
α' πληθ. | έχουμε μεταγραμματιστεί | είχαμε μεταγραμματιστεί | θα έχουμε μεταγραμματιστεί | να έχουμε μεταγραμματιστεί | ||
β' πληθ. | έχετε μεταγραμματιστεί | είχατε μεταγραμματιστεί | θα έχετε μεταγραμματιστεί | να έχετε μεταγραμματιστεί | ||
γ' πληθ. | έχουν μεταγραμματιστεί | είχαν μεταγραμματιστεί | θα έχουν μεταγραμματιστεί | να έχουν μεταγραμματιστεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι μεταγραμματισμένος - είμαστε, είστε, είναι μεταγραμματισμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν μεταγραμματισμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν μεταγραμματισμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι μεταγραμματισμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι μεταγραμματισμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι μεταγραμματισμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι μεταγραμματισμένοι |
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μεταγραμματίζω
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μεταγραμματίζω < μετα- + γραμματίζω (γραμματ- (γράμμα) + -ίζω)
Ρήμα[επεξεργασία]
μετᾰγραμμᾰτίζω
- (ελληνιστική κοινή) αλλάζω τη σειρά των γραμμάτων μέσα σε μία λέξη
Συγγενικά[επεξεργασία]
& και → δείτε τη λέξη γράμμα
Πηγές[επεξεργασία]
- μεταγραμματίζω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα μετα- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ίζω (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ρήματα (νέα ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα μετα- (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ίζω (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ρήματα (αρχαία ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Ελληνιστική κοινή
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)